ευκατανόητος

ευκατανόητος
η, ο [ος, ον] уст. понятный, доступный, постижимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευκατανόητος" в других словарях:

  • εὐκατανόητος — easy to observe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκατανόητος — η, ο (ΑΜ εὐκατανόητος, ον) αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα νοητός (< κατα νοώ)] …   Dictionary of Greek

  • εὐκατανόητον — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem acc sg εὐκατανόητος easy to observe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατανοήτου — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατανοήτους — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατανοήτων — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατανόητα — εὐκατανόητος easy to observe neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατανόητοι — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»